Πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες θεσμικές παρεμβάσεις που έχουν επιχειρηθεί στο μέτωπο των διαρθρωτικών αλλαγών στη χώρα καθώς ουσιαστικά το νομοσχέδιο έρχεται να αλλάξει εκ βάθρων το σημερινό μοντέλο της έκδοσης αδειών σε κάθε βήμα για την ίδρυση, εγκατάσταση, λειτουργία, και επέκταση βιομηχανικών και άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, εισάγοντας την έννοια της «επιχειρηματικής ευθύνης» μέσω της «αυτο-συμμόρφωσης» των επιχειρήσεων που πλέον θα μπορούν να ξεκινούν δραστηριότητες με την υποβολή μιας απλής υπεύθυνης δήλωσης.
Βασική επιχειρηματολογία της κυβέρνησης για τις αλλαγές που έρχονται με το νέο θεσμικό πλαίσιο θα είναι η επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδότησης προκειμένου να υλοποιούνται ευκολότερα και ταχύτερα επενδύσεις στη χώρα, καθώς και το «χτύπημα» της «χρονοβόρας γραφειοκρατίας» και των «φαινομένων διαφθοράς» που καλλιεργούνται στους κόλπους των δημοσίων ελεγκτικών αρχών.
Άλλωστε μια από τις μεγάλες αλλαγές που φέρνει το νομοσχέδιο είναι ότι περιορίζει δραστικά τον δημόσιο έλεγχο ή καλύτερα παραχωρεί βασικές αρμοδιότητες του κράτους σε πιστοποιημένους ιδιώτες, όπως λ.χ τον έλεγχο των δικαιολογητικών ίδρυσης και λειτουργίας, τον έλεγχο των περιβαλλοντικών όρων, των ίδιων των εγκαταστάσεων κ.α
Στην πραγματικότητα το νομοσχέδιο αυτό θα αποτελέσει τον πυρήνα γύρω από τον οποίο θα οικοδομηθεί σταδιακά το νέο θεσμικό πλαίσιο για την ίδρυση, την έναρξη λειτουργίας, την εγκατάσταση ή μετεγκατάσταση και την επέκταση δραστηριοτήτων των βιομηχανικών μονάδων και κάθε άλλης επιχείρησης στο μέλλον. Θα αφορά στις άδειες ίδρυσης, εγκατάστασης, λειτουργίας, επέκτασης δραστηριοτήτων, τους περιβάλλοντικούς και ειδικούς όρους, τις άδειες υγιεινής και ασφάλειας, κ.α που ισχύουν για όλη τη βιομηχανία, τα ορυχεία, τις υδατοκαλλιέργειες, τα λιμενικά έργα, τις επιχειρήσεις περιβαλλοντικών υποδομών, τα επιχειρηματικά πάρκα καθώς και σε πιο ειδικές κατηγορίες δραστηριοτήτων.
Το πόσες και ποιες άδειες θα συνεχίσουν να ισχύουν ή θα καταργηθούν, θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από τις συστάσεις που θα κάνει η Παγκόσμια Τράπεζα η οποία έχει παίξει κεντρικό ρόλο στην κατάρτιση του εν λόγω νομοσχεδίου.
Εισάγεται το σύστημα «δήλωσης συμμόρφωσης». Η επιχείρηση δεν θα περιμένει πότε θα ελεγχθεί από το Δημόσιο ώστε να λάβει οποιαδήποτε άδεια. Με το νέο σύστημα θα αρκεί μια «υπεύθυνη δήλωση» ώστε να τεκμαίρεται η συμμόρφωση της με τις γενικές προδιαγραφές του νόμου. Αυτό θα γίνεται ανάλογα με την περίπτωση με τρία εργαλεία:
– Την «αυτοσυμμόρφωση», όπου η ίδια η επιχείρηση αναλαμβάνει την ευθύνη ότι έχει ήδη συμμορφωθεί και φέρει το βάρος της απόδειξης συγκεντρώνοντας όλα τα απαραίτητα πιστοποιητικά αλλά χωρίς την υποχρέωση να τα προσκομίσει προς έγκριση.
-Την «πιστοποίηση τρίτου», δηλαδή τη δυνατότητα να αναθέτει σε ιδιωτικούς ή δημόσιους πιστοποιημένους φορείς την προετοιμασία και τον έλεγχο του φακέλου, όπως περίπου συμβαίνει σήμερα με την έκδοση οικοδομικών αδειών από μηχανικούς.
-Την χρήση «εργαλείων της αγοράς» τα οποία έχουν «αποδεικτική αξία» και θα θεωρούνται ισοδύναμα των κρατικών ελέγχων. Αν λ.χ δηλαδή ο νόμος απαιτεί από την εταιρεία να συνάψει ασφάλεια πυρός, και μόνον η ύπαρξη του ασφαλιστήριου συμβολαίου θα συνεπάγεται ότι η ασφαλιστική εταιρεία έχει εξετάσει εκ των προτέρων αν τηρήθηκαν οι προδιαγραφές.
Πρακτικά η έναρξη δραστηριοτήτων θα γίνεται ευκολότερα και ταχύτερα, ακόμη και για περιβαλλοντικά βαριές δραστηριότητες όπως λ.χ των ορυχείων χρυσού, των εταιρειών διαχείρισης απορριμμάτων, των γεωτρήσεων υδρογονανθράκων, κ.α όπου σήμερα οι περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις αποτελούν το δυσκολότερο και πιο χρονοβόρο σκέλος για να ξεκινήσει μια επένδυση.
Το θεσμικό πλαίσιο θα στηρίζεται στη λογική της «επιχειρηματικής ευθύνης» καθώς οι επιχειρήσεις θα αυτοδεσμεύονται ότι για κάθε τους βήμα ακολουθούν συγκεκριμένα και ως επί το πλείστον «τυποποιημένα» πρότυπα. Οι ποινές που θα προβλέπονται θα είναι αυστηρές.
Τα πρότυπα αυτά και οι προδιαγραφές για κάθε επιμέρους δραστηριότητα αναμένεται ότι θα αποσαφηνιστούν και θα θεσπιστούν σταδιακά με υπουργικές αποφάσεις.
Στις περισσότερες περιπτώσεις ακόμη και αν πρόκειται για βαριές βιομηχανικές δραστηριότητες, δεν θα υπάρχει εκ των προτέρων έλεγχος, και όπου αυτό προβλέπεται θα γίνεται δειγματοληπτικά σε «πραγματικό χρόνο» όταν η επιχείρηση έχει ξεκινήσει τη λειτουργία της, ενώ ο έλεγχος συμμόρφωσης θα ανατεθεί σε ιδιωτικές εταιρείες που θα έχουν σχετική πιστοποίηση. Με λίγα λόγια δεν θα εξετάζονται χαρτιά, πριν ξεκινήσει μια επιχείρηση, αλλά εγκαταστάσεις εν λειτουργία, όπως ήδη συμβαίνει σήμερα στις αδειοδοτήσεις χαμηλής όχλησης στη βιομηχανία. Οι ελεγκτές αυτοί –ιδιωτικοί φορείς, μηχανικοί, λογιστές, ή υπηρεσίες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης – θα ελέγχονται για τη δουλειά τους από δημόσιους φορείς.