Με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και σε εκτέλεση οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (98/93/ΕΟΚ), καθιερώθηκε για πρώτη φορά στην χώρα μας η προστασία των δικαιωμάτων των δημιουργών έργων πνευματικής ιδιοκτησίας (πνευματικά δικαιώματα) και των συντελεστών παραγωγής έργων πνευματικής ιδιοκτησίας (συγγενικά δικαιώματα: αφορούν ερμηνευτές, μουσικούς, παραγωγούς κλπ.).
Σε εκτέλεση των διατάξεων του νόμου, οι ανωτέρω μπορούν να συστήνουν οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης και προστασίας των δικαιωμάτων τους, στους οποίους αναθέτουν την διαχείριση αυτών των δικαιωμάτων, με σκοπό την προστασία, την διαπραγμάτευση για τους όρους παραχώρησης των αδειών εκμετάλλευσης και την είσπραξη από τον οργανισμό του αντιτίμου των αδειών ή των αμοιβών που προβλέπονται από τον νόμο.
Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης που μας αφορούν είναι οι εξής:
Για τα πνευματικά δικαιώματα η ΑΕΠΙ, η οποία αποτελεί Ανώνυμη Εταιρεία.
Για τα συγγενικά δικαιώματα, οι οργανισμοί ΑΠΟΛΛΩΝ και ΕΡΑΤΩ είναι αστικοί μη κερδοσκοπικοί συνεταιρισμοί περιορισμένης ευθύνης, έχουν συσταθεί με πράξη του Ειρηνοδικείου της έδρας τους και έχει εγκριθεί η λειτουργία τους με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού. Ο οργανισμός GRAMMO είναι αστική μη κερδοσκοπική εταιρία, έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών και έχει εγκριθεί η λειτουργία της από τον Υπουργό Πολιτισμού.
Συνεπώς, οι ως άνω οργανισμοί έχουν συσταθεί και λειτουργούν νόμιμα λειτουργούν στα πλαίσια του ν. 2121/1993. Μπορούν δε να πραγματοποιούν στα καταστήματα των εμπόρων ελέγχους, μόνοι τους ή με σύμπραξη της δημόσιας αρχής (άρθρο 55 παρ. 1ζ ν. 2121/1993), εφόσον αυτά διαθέτουν ηχητική ή οπτική (ή μικτή) εγκατάσταση (άρθρο 49 ν. 2121/1993).
Συγκεκριμένα, όταν εικόνα ή ήχος χρησιμοποιείται για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή για παρουσίαση στο κοινό, ο χρήστης (δηλαδή το κατάστημα) οφείλει εύλογη αμοιβή. Η αμοιβή καταβάλλεται υποχρεωτικά στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη τα ακαθάριστα έσοδα ή έξοδα ή ο συνδυασμός αυτών, καθώς και ποσά που πραγματοποιούνται από την επαγγελματική δραστηριότητα αυτού που εκμεταλλεύεται το έργο (άρθρο 32 ν. 2121/1993).
Οι οργανισμοί αυτοί μπορούν να διαπραγματεύονται, να συμφωνούν, να εισπράττουν και να επιδιώκουν δικαστικά τις σχετικές αμοιβές.
Υπόχρεο είναι το εμπορικό κατάστημα που έχει ολοκληρωμένο και προεγκατεστημένο ηχητικό σύστημα μετάδοσης ήχου ή εικόνας.
Αυτονόητα εξαιρείται από την υποχρέωση καταβολής αμοιβής το κατάστημα το οποίο διαθέτει ένα απλό ραδιόφωνο ή μια μικρή τηλεόραση δίπλα στο ταμείο, καθώς αυτά εμπίπτουν στην αναπαραγωγή για ιδιωτική χρήση, η οποία επιτρέπεται κατά το άρθρο 18 παρ. 1 ν. 2121/1993.
Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των χρηστών και του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, το ύψος της αμοιβής καθορίζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι η υποχρέωση για συμμόρφωση και καταβολή εκ μέρους της υπόχρεας επιχείρησης είναι αυθύπαρκτη και δεν χρειάζεται η πρόσκληση και η διαπίστωσή της από κανένα. Υπό αυτήν την έννοια είναι ο ίδιος ο επιχειρηματίας που πρέπει να προβληματιστεί ότι οφείλει την σχετική αμοιβή – αποζημίωση, χωρίς να πρέπει να περιμένει την «επίσκεψη» του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης.
Δυνάμει του νόμου, προβλέπεται ακόμη και ποινική δίωξη του μη συμμορφούμενου. Θεωρητικά, οι Οργανισμοί θα μπορούσαν αντί να ειδοποιούν με εξώδικα, να καταθέτουν μηνύσεις. Ευτυχώς, δεν έχουν γενικεύσει αυτήν την πρακτική, αν και έχουν διαπιστωθεί σχετικά κρούσματα, κυρίως στην περιφέρεια.
Τρόποι άμυνας των εμπορικών επιχειρήσεων
Οι εν λόγω οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης εμφανίζουν ολοένα και πιο έντονη δραστηριότητα με αποδέκτες τα εμπορικά καταστήματα, στην κατεύθυνση καθορισμού και είσπραξης αμοιβής για τα πνευματικά και συγγενικά δικαιώματα που εκπροσωπούν.
Η μεθοδολογία που ασκούν είναι η εξής: Καθορίζουν αυθαίρετα (και –κατά την γνώμη μου- υπερβολικά, ενόψει ενδεχομένως εξώδικης διαπραγμάτευσης με τον υπόχρεο ή επηρεασμού του δικαστηρίου, εάν ο καθορισμός φτάσει στο ακροατήριο) τον πίνακα αμοιβών για τα εμπορικά καταστήματα, τον οποίο και αποστέλλουν με εξώδικο πρόσκληση, τάσσοντας προθεσμία. Συνήθως οι καταστηματάρχες (κακώς) αγνοούν αυτήν την πρόσκληση και δεν απαντούν. Ακολούθως οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης καταφεύγουν στο αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο οι καταστηματάρχες επίσης αποφεύγουν και έτσι δικάζονται ερήμην.
Καταρχήν, οι επιχειρήσεις που έχουν μόνιμη εγκατάσταση εικόνας και ήχου δεν θα πρέπει να αγνοούν την εξώδικο πρόσκληση των οργανισμών. Πρέπει να απαντούν με τον ίδιο τρόπο, διαμαρτυρόμενες για το υψηλό ποσό αμοιβής και καλώντας τους οργανισμούς σε κατ’ ιδίαν διαπραγμάτευση. Υπενθυμίζεται ότι οι οργανισμοί έχουν το δικαίωμα να μειώσουν κατά το δοκούν το ύψος της αμοιβής. Εάν η διαπραγμάτευση αποτύχει, τότε αναμένουμε το δικαστήριο (θα επιδοθεί η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων από τον οργανισμό), όπου και η επιχείρηση πρέπει υποχρεωτικά να παρασταθεί και να υποστηρίξει τα επιχειρήματά της. Το δικαστήριο θα αποφανθεί οριστικά για το ύψος της αμοιβής – αποζημίωσης.
Οι επιχειρήσεις που δεν έχουν μόνιμη εγκατάσταση εικόνας και ήχου θα απαντήσουν εξώδικα, γνωστοποιώντας το γεγονός αυτό στους οργανισμούς και αρνούμενες να καταβάλλουν οποιαδήποτε αμοιβή. Εννοείται ότι και οι επιχειρήσεις αυτές θα πρέπει να παρασταθούν στο δικαστήριο, όπου θεωρώ βέβαιο ότι θα προσφύγουν οι οργανισμοί.
Γνώμη μου είναι ότι το ρόλο του διαμεσολαβητή – διαπραγματευτή για λογαριασμό των εμπορικών επιχειρήσεων, μπορεί να αναλάβει και ο αρμόδιος εμπορικός σύλλογος, ο οποίος μπορεί να συμφωνήσει μία ρύθμιση-πακέτο για όλα τα μέλη του.
Εάν η υπόθεση καθορισμού φτάσει στο δικαστήριο, αυτά που πρέπει να γνωρίζουν οι επιχειρηματίες – έμποροι, είναι τα εξής:
1. Θα πρέπει να αποδείξουν στο δικαστήριο την έλλειψη κεντρικής μόνιμης εγκατάστασης ήχου ή εικόνας.
2. Θα πρέπει να αποδείξουν στο δικαστήριο την ανυπαρξία αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο αναπαραγόμενο προϊόν και την εμπορική δραστηριότητά της. Για παράδειγμα, έχει κριθεί ότι βιβλιοπωλείο και κατάστημα εργαλείων που είχαν μόνιμη κεντρική ηχητική εγκατάσταση απαλλάχθηκαν της σχετικής υποχρέωσης, καθώς δέχθηκε το δικαστήριο ότι η μεταδιδόμενη μουσική δεν ήταν συστατικό στοιχείο της προσέλκυσης πελατών, ούτε συνεισέφερε στην πώληση των προϊόντων τους. Για την απόδειξη των παραπάνω, χρήσιμη είναι η προσαγωγή φωτογραφιών του χώρου, στοιχείων της δραστηριότητας, οικονομοτεχνικών μελετών κλπ.
3. Θα πρέπει στην αίτηση των οργανισμών να αναφέρονται με σαφήνεια οι αλλοδαποί καλλιτέχνες που εκπροσωπούνται και ποιές συμβάσεις αμοιβαιότητας έχουν υπογράψει με ανάλογους αλλοδαπούς οργανισμούς.
4. Σύμφωνα με το άρθρο 67 ν. 2121/1993, τα συγγενικά δικαιώματα των ξένων έργων προστατεύονται στην Ελλάδα υπό καθεστώς αμοιβαιότητας, δηλαδή εφόσον προστατεύονται και στην αντίστοιχη ξένη χώρα παραγωγής. Στις ΗΠΑ, από όπου προέρχεται και ο μέγιστος όγκος του ξένου ρεπερτορίου δεν υπάρχει διάταξη νόμου, που να προστατεύει τα συγγενικά δικαιώματα. Άρα, η επιχείρηση που θα αποδείξει ότι μεταδίδει μόνο μοντέρνα αμερικάνικη μουσική, θα απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής συγγενικών δικαιωμάτων.
Σε ότι αφορά τα πνευματικά και συγγενικά δικαιώματα, πρέπει να σημειωθεί και το επιχείρημα περί αντισυνταγματικότητας που έχει προβληθεί και στηρίζεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος περί ισότητας. Ωστόσο το επιχείρημα δεν έχει υποστηριχθεί έως σήμερα από τα δικαστήρια, καθότι η ισότητα δεν πλήττεται αφού η αμοιβή καθορίζεται κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό.
Ας μην ξεχνάμε ότι το δικαίωμα της εύλογης αμοιβής προβλέπεται πλέον και στα περισσότερα από τα ευρωπαϊκά κράτη, προβλέπεται μάλιστα και από την Οδηγία 29/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (που ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το άρθρο 81 ν. 3057/2002).
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί και το εξής: Η συμφωνία θέσπισης ενοποιημένου καταλόγου παροχής αμοιβών από τους τρεις οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης των συγγενικών δικαιωμάτων (οι οποίοι εκπροσωπούν διαφορετικές κατηγορίες δικαιούχων με διαφορετικό αντικείμενο και συμβολή στο παραγώμενο πνευματικό αγαθό) θα μπορούσε να είναι απαγορευμένη σύμπραξη στα πλαίσια του άρθρου 1 ν. 703/1977 και αξίζει να ανιχνευθεί αυτό από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, μετά από καταγγελία κάποιου θιγόμενου καταστηματάρχη.
Ωστόσο ακόμη και εάν κρινόταν ότι η θέσπιση ενοποιημένου καταλόγου αμοιβών είναι εναρμονισμένη πρακτική, αυτό δεν θα αναιρούσε την υποχρέωση του κάθε εμπόρου που πληροί τις πιο πάνω προϋποθέσεις να καταβάλλει αμοιβή – αποζημίωση στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης. Απλά θα δημιουργούσε υποχρέωση των οργανισμών να παύσουν την υιοθέτηση ενιαίου πίνακα – «τιμολογίου».
Πηγή ενημέρωσης : esee.gr