Την όγδοη υψηλότερη φορολογία περιουσίας (ακίνητα και κεφαλαιακές συναλλαγές) μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ αναμένεται να έχει η Ελλάδα, εφόσον εφαρμοστεί ως έχει ο νέος Ενιαίος Φόρος Ακινήτων (ΕΝΦΑ), ο οποίος από μόνος του αντιστοιχεί σε 1,5% του ΑΕΠ (με βάση την παραδοχή ότι θα αποδίδει 3 δισ. ευρώ ετησίως). Με την προσθήκη και των υπολοίπων φόρων, δηλαδή τους φόρους μεταβίβασης, κληρονομιάς, δωρεών και φόρους επί των συναλλαγών, που υπολογίζεται ότι διαμορφώνονται σε 1,25% του ΑΕΠ, η συνολική επιβάρυνση θα ανέρχεται από το 2014 σε 2,75% του ΑΕΠ, ποσοστό που χαρακτηρίζεται υπερβολικό, ιδίως για τα δεδομένα μιας οικονομίας υπό καθεστώς ύφεσης και συνεχούς υποχώρησης των εισοδημάτων.
Στα συμπεράσματα αυτά καταλήγει σχετική ανάλυση της Alpha Bank. Ειδικότερα, το 1,5% του ΑΕΠ στο οποίο αντιστοιχεί ο ΕΝ.Φ.Α. είναι αισθητά υψηλότερος του μέσου όρου αντίστοιχων φόρων των χωρών του ΟΟΣΑ, που δεν ξεπερνά το 1% του ΑΕΠ. Αντίστοιχα, εφόσον συμπεριληφθούν και όλοι οι υπόλοιποι φόροι στην ακίνητη περιουσία, ο μέσος όρος ανέρχεται σε 2% του ΑΕΠ, έναντι 2,75% που θα είναι το εν Ελλάδι καθεστώς (χωρίς μάλιστα να υπολογίζεται και η φορολογία στα ενοίκια). Μόνο επτά χώρες έχουν υψηλότερη φορολογία, δείγμα της υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης στην Ελλάδα και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Ως εκ τούτου, η Alpha Bank επισημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρξει δραστική μείωση των υπολοίπων φόρων επί της περιουσίας, προκειμένου να υπάρξει κάποια εξισορρόπηση, ή να μειωθούν κατά περίπου 20% οι προτεινόμενοι φορολογικοί συντελεστές που προβλέπει ο ΕΝΦΑ. Αν αυτό δεν είναι εφικτό να γίνει σήμερα, λόγω των υποχρεώσεων που απορρέουν από το Μνημόνιο, τότε θα πρέπει να προαναγγελθούν μειώσεις από το 2016 και μετά, επισημαίνει η Alpha Bank.
Τα παραπάνω λαμβάνουν ακόμα μεγαλύτερη σημασία, αν ληφθεί υπόψη ότι η τράπεζα αποτελεί έναν από τους ελάχιστους υπερασπιστές του ΕΝΦΑ, θεωρώντας τον μία από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις στην οικονομία. Η Alpha Bank ήταν άλλωστε από τους πολέμιους του ΦΑΠ, ο οποίος απέδωσε εντέλει ελάχιστα (500 εκατ. ευρώ, ή 0,25% επί του ΑΕΠ), επιβαρύνοντας όμως σημαντικά λίγους ιδιοκτήτες.
Στο πλαίσιο αυτό, η αλλαγή πλεύσης που γίνεται με τον ΕΝΦΑ, βάσει του οποίου φορολογείται κάθε ακίνητο ξεχωριστά και όχι στο σύνολο της ακίνητης περιουσίας του κάθε φορολογουμένου, όπως συνέβαινε με τον ΦΑΠ (Φόρος Ακίνητης Περιουσίας), είναι μια κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση. Με τον τρόπο αυτό κάθε ακίνητο φορολογείται με βάση την αξία του, η οποία απορρέει από τα εκάστοτε χαρακτηριστικά υποδομών και υπηρεσιών της κάθε περιοχής και τις ισχύουσες συνθήκες προσφοράς και ζήτησης.
Σύμφωνα με την ανάλυση της Alpha Bank όμως, ο φόρος επί της αξίας του ακινήτου θα έπρεπε να είναι πολύ χαμηλότερος για τα ακίνητα που δεν έχουν καμία πραγματική, παρά μόνο τεκμαρτή απόδοση. Στο πλαίσιο αυτό, η φορολόγηση οικοπέδων θα πρέπει να γίνεται με τους ίδιους φορολογικούς συντελεστές επί της αξίας του οικοπέδου, και όχι με υψηλότερους όπως είναι η πρόταση του ΕΝΦΑ, που δεν φαίνεται να έχει καμία δικαιολογητική βάση. Ως εκ τούτου, τα εντός σχεδίου οικόπεδα φορολογούνται με υπερβολικούς συντελεστές σε σχέση με την πραγματική τους αξία, ενώ συνολικά ο φόρος υπολογίζεται επί πλασματικών αντικειμενικών αξιών.
Πάντως, η Alpha Bank θεωρεί ότι ο νέος φόρος, σε συνδυασμό με την απολύτως αναγκαία εκλογίκευση των αντικειμενικών αξιών και τη δραστική μείωση, ή κατάργηση του φόρου μεταβίβασης, θα επιτρέψουν την ουσιαστική εξομάλυνση της λειτουργίας της αγοράς ακινήτων από το 2014, δημιουργώντας τις συνθήκες για προσέλκυση περισσότερων ξένων επενδύσεων στα ακίνητα της χώρας.