Η άνοδος των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων ως αποτέλεσμα των προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες που προκαλεί η γεωπολιτική σύγκρουση στην Ευρώπη, τόσο σε στρατιωτικό, όσο και σε χρηματοοικονομικό επίπεδο, αποτελεί τον βασικό τροφοδότη της αύξησης του δείκτη τιμών καταναλωτή. Παράλληλα, συνεχίζεται η σταδιακή διάχυση του φαινομένου στο σύνολο της οικονομίας μέσω του αυξημένου κόστους παραγωγής πλειάδας προϊόντων και υπηρεσιών, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη ισχυρών πληθωριστικών προσδοκιών, ενώ η σταδιακή υποχώρηση του ευρώ οδηγεί σε επιτάχυνση του εισαγόμενου πληθωρισμού. Τέλος, η αβεβαιότητα γύρω από τον όγκο της ροής του ρωσικού φυσικού αερίου προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27) αναμένεται να αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για την πορεία του πληθωρισμού και της οικονομικής μεγέθυνσης, κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Τον Ιούνιο, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) αυξήθηκε στην Ελλάδα κατά 11,6% σε ετήσια βάση, έναντι 10,5% τον Μάιο και 0,6% τον Ιούνιο του 2021, ενώ στην ΕΕ-27 σημειώθηκε αντίστοιχη άνοδος κατά 9,6%. Το πρώτο εξάμηνο του έτους συνολικά, ο εναρμονισμένος πληθωρισμός στην Ελλάδα διαμορφώθηκε, κατά μέσο όρο, σε 8,5%. Το επίπεδο τιμών αυξήθηκε σχεδόν σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών, με εξαίρεση τις επικοινωνίες (-2,7%). Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 1, ραγδαία ήταν η άνοδος των τιμών σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2021 σε υγραέριο και φυσικό αέριο (81,5%), ηλεκτρισμό (74,5%) και πετρέλαιο (55,6%), γεγονός που οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία και στις διαταραχές που έχουν προκληθεί στην προμήθεια ενέργειας από τη Ρωσία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακολούθησαν οι μεταφορές, όπου οι τιμές αυξήθηκαν κατά 13%, στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου 2022, σε ετήσια βάση και η διατροφή και τα μη αλκοολούχα ποτά (9,4%, αντίστοιχα).
Η επαναλειτουργία του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 1 την προηγούμενη εβδομάδα μετά την ολοκλήρωση των εργασιών συντήρησής του, από τον οποίο διοχετεύεται σχεδόν το 1/3 του ρωσικού φυσικού αερίου προς τις χώρες της ΕΕ-27, έδωσε προς το παρόν τέλος στην ανησυχία για πλήρη διακοπή του εφοδιασμού από τη Ρωσία και σημαντικές ελλείψεις τον προσεχή χειμώνα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ωστόσο, δημοσιοποίησε ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση του ενδεχόμενου περαιτέρω περικοπών κατά τους επόμενους μήνες, το οποίο ονομάζεται “Save Gas for a Safe Winter” και προτείνει τη συντονισμένη μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου στην Ευρώπη, κατά 15% έως την επόμενη άνοιξη, την επιτάχυνση των εργασιών για τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού από εναλλακτικές πηγές και την υποκατάσταση του φυσικού αερίου με άλλα καύσιμα, κατά προτίμηση, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όπου είναι εφικτό.
Ο πόλεμος έχει επιδεινώσει τις προϋπάρχουσες πιέσεις στις παγκόσμιες αγορές τροφίμων, δυσχεραίνοντας τις εμπορευματικές συναλλαγές και ωθώντας τις τιμές τους προς τα πάνω. Επιπρόσθετα, οι αυξημένες τιμές της ενέργειας συμπαρασύρουν τις τιμές των τροφίμων, μέσω της ανόδου: (i) των τιμών των καυσίμων των γεωργικών μηχανημάτων, (ii) της τιμής του φυσικού αερίου που χρησιμοποιείται ως εισροή στην παραγωγή λιπασμάτων και (iii) του κόστους μεταφοράς, καθώς οι εν λόγω παράγοντες οδηγούν σε αυξημένο κόστος αγροτικής παραγωγής (“The surge in euro area food inflation and the impact of the Russia-Ukraine war”, Katalin Bodnár and Tobias Schuler, ECB Economic Bulletin, Issue 4/2022). Αξίζει να σημειωθεί, επιπλέον, ότι η άνοδος του κόστους μεταφοράς λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς την υποκατάσταση των εμπορευμάτων με άλλα, από πιο μακρινούς προμηθευτές.
Τόσο στην ΕΕ-27, όσο και στην Ελλάδα, ο ρυθμός ανόδου του δείκτη τιμών των ειδών διατροφής διαμορφώθηκε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα τους τελευταίους μήνες. Συγκεκριμένα, τον Ιούνιο ο ΕνΔΤΚ – Διατροφή, ποτά, καπνός, αυξήθηκε κατά 9,9% σε ετήσια βάση στην ΕΕ-27 και κατά 10,3% στην Ελλάδα (Γράφημα 2α). Αντίστοιχα, υψηλός πληθωρισμός στις τιμές των τροφίμων είχε σημειωθεί το 2008, όταν οι τιμές των βασικών ειδών διατροφής και των λιπασμάτων κινούνταν ανοδικά σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η κατηγορία διατροφή, ποτά, καπνός μπορεί να διακριθεί σε δύο υποομάδες, τα ακατέργαστα τρόφιμα (κρέας, ψάρια, φρούτα, λαχανικά) και τα επεξεργασμένα τρόφιμα που περιλαμβάνουν το ψωμί και τα δημητριακά, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα έλαια και λίπη, τη ζάχαρη, τα ποτά -αλκοολούχα και μη-, τον καπνό κ.λπ. Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 2β, οι τιμές των ακατέργαστων τροφίμων είναι περισσότερο ευμετάβλητες από αυτές των επεξεργασμένων. Και στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο, οι τιμές κινούνται σε ανοδική τροχιά από τα μέσα του 2021 και μετά, με τις ετήσιες αυξήσεις να είναι εμφανώς εντονότερες κατά τους τελευταίους μήνες.
Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι τιμές ορισμένων προϊόντων για τα οποία οι δύο χώρες είναι σημαντικοί εξαγωγείς (π.χ. σιτάρι, καλαμπόκι, λιπάσματα κ.λπ.) αυξήθηκαν έντονα, εξαιτίας των εμπορικών περιορισμών και των κυρώσεων που επιβλήθηκαν από την ΕΕ-27 στη Ρωσία, αλλά και τη Λευκορωσία, της περιορισμένης παραγωγικής δυνατότητας της Ουκρανίας και των αυξημένων τιμών της ενέργειας. Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 3, ο πληθωρισμός τροφίμων έχει αυξηθεί πιο έντονα στις χώρες της ΕΕ-27 με υψηλό ποσοστό εισαγωγών αγροτικών προϊόντων και λιπασμάτων από τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία (άνω του 20%). Συγκεκριμένα, στη Λιθουανία, ο ΕνΔΤΚ – Διατροφή, ποτά, καπνός αυξήθηκε κατά 23,6% σε ετήσια βάση, τον Ιούνιο, έναντι αύξησης 11% τον Ιανουάριο, πριν το ξέσπασμα του πολέμου. Στη Λετονία αντίστοιχα, ο πληθωρισμός τροφίμων διαμορφώθηκε τον περασμένο μήνα σε 18,3%, ενώ στην Εσθονία σε 16,4%. Η χώρα μας εισάγει συνολικά το 8,6% των γεωργικών προϊόντων και λιπασμάτων από τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία, το έκτο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27 (στοιχεία 2021), με την άνοδο του ΕνΔΤΚ – Διατροφή, ποτά, καπνός, όπως προαναφέρθηκε, να έχει διαμορφωθεί κοντά στο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία θα είναι καθοριστική για την εξέλιξη των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων και ως εκ τούτου, για τις επιπτώσεις αυτών στο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, την ιδιωτική κατανάλωση, το οικονομικό κλίμα και την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων. Στην τρέχουσα συγκυρία, ο πληθωρισμός τροφίμων αναμένεται να παραμείνει υψηλός τους επόμενους μήνες, καθώς η αναζήτηση εναλλακτικών προμηθευτών δεν είναι εφικτή στο άμεσο χρονικό διάστημα για το σύνολο των εισαγόμενων προϊόντων, ή εάν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, πιθανότατα οι τιμές θα παραμείνουν υψηλές, είτε λόγω του υψηλού μεταφορικού κόστους, ή της μειωμένης προσφοράς (“The surge in euro area food inflation and the impact of the Russia-Ukraine war”, Katalin Bodnár and Tobias Schuler, ECB Economic Bulletin, Issue 4/2022).
Σε κάθε περίπτωση η κλιμάκωση της γεωστρατηγικής ενεργειακής σύγκρουσης στην Ευρώπη συνιστά καθοριστικό παράγοντα για την οικονομική μεγέθυνση. Ένα shock διακοπής της ροής φυσικού αερίου προς την ΕΕ-27, πριν τα ποσοστά αποθήκευσής του φθάσουν σε υψηλά επίπεδα, μπορεί να οδηγήσει σε αρνητικό ρυθμό μεγέθυνσης το τέταρτο τρίμηνο του 2022. Τούτο μπορεί να περιορίσει σημαντικά την ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ της Ελλάδας το 2022, αν και αναμένεται να παραμείνει σε θετικό έδαφος, υποστηριζόμενη από τις αναμενόμενες καλές επιδόσεις του τουρισμού κατά τους θερινούς μήνες. Ο αντίκτυπος του πολέμου και των πληθωριστικών πιέσεων στη χώρα μας, ωστόσο, εκτιμάται ότι θα είναι πιο ήπιος συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς ο βιομηχανικός τομέας της Ελλάδας είναι λιγότερο ενεργοβόρος και οι καιρικές συνθήκες που επικρατούν, καθιστούν τις ανάγκες για θέρμανση τους χειμερινούς μήνες συγκριτικά περιορισμένες. Αντίθετα, οι βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης, όπως για παράδειγμα η Γερμανία, είναι περισσότερο ευάλωτες σε ελλείψεις και, ως εκ τούτου, είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν εντονότερη ύφεση το τέταρτο τρίμηνο του 2022. Μεσοπρόθεσμα, σε περίπτωση υφεσιακής διαταραχής στην Ευρώπη λόγω διακοπής της ροής φυσικού αερίου, οι πιθανότητες οικονομικής ύφεσης το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2023 στην Ελλάδα έχουν ενισχυθεί, καθώς οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας εκτιμάται ότι θα συμπιέσουν σημαντικά την αγοραστική δύναμη των ευρωπαϊκών νοικοκυριών (που αποτελούν άνω του 60% των τουριστικών αφίξεων στην Ελλάδα), συρρικνώνοντας τις εισπράξεις από τον τουρισμό.
Πηγή: Alpha Bank